- τετράξοος
- τετράξοος, ον, ([etym.] ξέω ¯ )A split four times, ἐλάται καὶ πεῦκαι τ. trees of which the wood has four lines of fissure, Thphr.HP5.1.9: cf. δίξοος, μονόξοος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράξοος — split four times masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράξοος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις εντομές, ο σχισμένος στα τέσσερα («ἐλάται καὶ πεῡκαι τετράξοοι» έλατα και πεύκα τών οποίων το ξύλο πρέπει να σχιστεί τέσσερεις φορές για να είναι δυνατή η κατεργασία τους, Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ξοος… … Dictionary of Greek
τετραξόους — τετράξοος split four times masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράξοα — τετράξοος split four times neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek